Γράφει η Maarit
Άλλο ένα βράδυ. Ο τρόπος γνωστός. Ένα πείραγμα στο σχόλασμα, λίγα κατεβασμένα μούτρα, ό,τι δηλαδή χρειάζεται για να ξεκινήσει μια κουβέντα λίγες ώρες μετά. Κάτι η γλυκιά θολούρα του ποτού κάτι αυτό το κακό συνήθειο να θες να έχεις πάντα την τελευταία κουβέντα, και φυσικά δίκιο, λες να μην τα ξέρει όλα αυτά ; Σε έχει μάθει όπως τον έχεις μάθει και εσύ. Αυτός σε ξέρει γιατί ξέρει ακριβώς πώς να χειριστεί το μυαλό σου και να παίξει μαζί του. Και εσύ, μικρή και ανόητη πιστεύεις ότι τον κάνεις ότι θες.
Αλλά και αυτό, Αυτός το προκάλεσε. Σε αφήνει να νομίζεις ότι τον κάνεις ότι θες γιατί ξέρει ότι σου αρέσει αυτό.
Άλλο ένα ποτό, άλλο ένα τσιγάρο. Άλλο ένα note to myself «δεν θα στείλω μήνυμα». Ντριν, ειδοποίηση. «Σε πόση ώρα θα σαι σπίτι; Θέλω να σε δω!». Αυτό ήταν. Τώρα απλά είσαι σε ένα χώρο μαζί με τους φίλους σου αλλά δεν ακούς λέξη. Νιώθεις αυτό το ηλίθιο πετάρισμα στο στομάχι. Κι άλλο μήνυμα «θα αργήσεις πολύ;».
Κάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα. Βάζεις όλες τις σκέψεις σε μια σειρά, από το μυαλό σου περνάνε όλα τα άρθρα τύπου «πώς να τον κάνετε να τρέξει/κυνηγήσει, πώς να του ψήσετε το ψάρι στα χείλη» και άλλα τέτοια χαρούμενα. Αφήνεις 5 λεπτά να περάσουν, μην νομίζει ότι ασχολήσε μόνο με αυτόν (κανόνας #1 σε όλα τα προαναφερθέντα άρθρα), και απαντάς «Σε μισή ωρίτσα θα είμαι σπίτι». Αυτό ήταν. Κανονίστηκε, απλά χωρίς πολλά πολλά.
Τώρα αρχίζει το καλό. Ξέρεις ήδη ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος και πρέπει να φύγεις από εκεί που είσαι χωρίς να καταλάβουν τι και πως, είπαμε η γλύκα του κρυφού είναι ότι κανείς δεν ξέρει για αυτό. Η διαδικασία πάει ως εξής : Κοιτάς το ρολόι σου, γουρλώνεις τα μάτια και λες την ατάκα : «Ωχ ρε παιδιά πως πέρασε έτσι η ώρα; Πάω να φύγω γιατί δεν θα ξυπνάω με τίποτα το πρωί». Πάντα πιάνει. Δεν μπορεί κανείς να σε κατηγορίσει που φεύγεις επειδή είσαι κουρασμένη από τη δουλειά και όλοι ξέρουν το πόσο πρωινός τύπος δεν είσαι !
Αν μπορούσες να τρέξεις θα έτρεχες. Αλλά η αλήθεια είναι πως είσαι κουρασμένη. Οπότε παίρνεις ταξί. Πρέπει να φτάσεις νωρίτερα, να προετοιμάσεις το πεδίο. Φτάνεις στο 10 λεπτο, συμμαζεύεις το μπάχαλο που άφησες πίσω σου, κάνεις ένα γρήγορο ντουζ και περιμένεις. Φυσικά είναι στην ώρα του, ακούς το αυτοκίνητο, τον συναγερμό και μετράς «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε» ντριιιιιν …
Γρήγορες κινήσεις, δεν υπάρχει χρόνος. Μισομεθυσμένες ανάσες, μεθυσμένες λέξεις, πολλά σε θέλω, λίγα μωρό μου. Η συνταγή δεν αλλάζει. Ό,τι έκανε και σε νευρίασε μέσα στη μέρα μόλις εξαφανίστηκε. Με το πρώτο φιλί και το πρώτο άγγιγμα. Σου αρκεί ; Για την ώρα ναι. Έτσι όπως κάθεστε αγκαλιά προσπαθήσεις να πάρεις όσο περισσότερο από την ζεστασιά του σώματος του γιατί ξέρεις πως σε λίγο θα βαρέσει η λήξη. Χάνεσαι στο λαιμό του και εισπνέεις γερές δόσεις από το άρωμα του. Σου αρκεί ; Προς το παρόν ναι.
Νταν νταν. Καμπανάκι λήξης. «Πρέπει να φύγω». Τσακ μαχαιριά. Πόνεσε ; Ε όσο να πεις. Δεν συνηθίζεται αυτό. Τεντώνεσαι και γουργουρίζεις σαν γατί. Γελάει και εσύ χάνεσαι. 15 λεπτά μετά είσαι μόνη σου πάλι με την ίδια μυρωδιά στο μαξιλάρι σου. Σου αρκεί ; Όχι. Πας στο μπάνιο και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. «Τελευταία φορά» λες. Ένα κομμάτι σου το πιστεύει. Το άλλο γελάει και λέει με ύφος «Ναι καλά.»
Γυρνάς στο κρεβάτι και χώνεις την μούρη σου στην μαξιλαροθήκη που έχει την μυρωδιά του. Αναστενάζεις και σε παίρνει ο ύπνος κάνοντας σχέδια για το πώς δεν θα απαντήσεις στο επόμενο μήνυμα του… Άλλη μια φορά.
Leave A Comment