Γράφει η.. Περήφανη στου Τίφανι
Στα δικά μου μάτια, φαντάζει σαν αστικός μύθος: όλοι λένε ότι υπάρχουν, μα κανείς δεν έχει.
Και την ίδια στιγμή με πιάνει πονοκέφαλος. Πόση ακόμα φαιά ουσία και μελάνι θα ξοδέψουμε γι’ αυτόν τον άλυτο γρίφο Θεέ μου;
Αναλύσεις επί αναλύσεων, σβησμένα τσιγάρα και τελειωμένα μπουκάλια κόκκινου κρασιού. Κάπως έτσι ήταν το σκηνικό όταν ένα βράδυ στη Θεσσαλονίκη η Αλεξία μού χτύπησε το κουδούνι. «Σχέσεις και σκατά. Δεν θέλω κανέναν τους ρε. Προτιμώ να μείνω μόνη μου. Για πάντα!».
Και η ιστορία πάει κάπως έτσι.
Η Αλεξία κι ο Βασίλης μοιράστηκαν μεταξύ τους μια έλξη, η οποία οδήγησε σε μηνύματα, τηλέφωνα, κοινές εξόδους και τελικά σε γλυκό έρωτα. Καθώς όλο αυτό το παιχνίδι του δούναι και λαβείν είχε διάρκεια, δημιουργήθηκε μια ύπουλη εξάρτηση που όμως για τον καθένα λειτούργησε δυστυχώς διαφορετικά.
Η Αλεξία, ούσα γυναίκα με αυξημένη συναισθηματική νοϋμοσύνη, άρχισε να νιώθει γλυκά τσιμπήματα κι ένα τσούρμο πεταλούδες στο στομάχι της. Η διάρκεια του παιχνιδιού αυτού την έκανε να πιστέψει πως με το Βασίλη μπορεί να έχει και κάτι παραπάνω εκτός από μερικά καλά πηδήματα, όμως επειδή δεν ήθελε να βάζει ταμπέλες σε καταστάσεις κι ανθρώπους, έπνιξε την ερώτηση κόλαφο «εμείς οι δύο τι έχουμε;». Άλλωστε, μερικά πράγματα δεν χρειάζεται να ειπωθούν, έλεγε, φαίνονται.
Αμ δε! Και κάπου εκεί η φίλη Αλεξία έκανε το λάθος. Γιατί ο Βασίλης, ως άξιος εκπρόσωπος του αρσενικού φύλου, δεν είχε τα πράγματα έτσι στο μυαλό του. Από τη δική του οπτική γωνία, η φίλη μου ήταν ένα πολύ καλό κορίτσι, που του άρεσε να κάνει σεξ μαζί της, να καβλαντίζουν, να ανταλλάσσουν και μερικές πληροφορίες παραπάνω γιατί υποστήριζε πως τα λέγανε καλά κι ανταποκρινόταν στα mind games που τόσο πολύ του άρεσαν και διασκέδαζε.. Με άλλα λόγια, για το Βασίλη η Αλεξία ήταν ένα μέσο να κάνει τη ρουτίνα του λίγο πιο ενδιαφέρουσα και τίποτα παραπάνω, καθώς είχε πείσει τον εαυτό του ότι οι ρυθμοί της καθημερινότητάς του δεν του επέτρεπαν να έχει μια σχέση με απαιτήσεις, χωρίς όμως να κάνει τη σύνθετη σκέψη πως την είχε ήδη. Απλά δεν υπήρχε η ταμπέλα. Κι ο καιρός περνούσε με την Αλεξία να νομίζει πως είχε βρει αυτό που έψαχνε και το Βασίλη να διαιωνίζει μια κατάσταση όπως τον συνέφερε.
Αυτομάτως, καταλαβαίνουμε πώς τελείωσε αυτή η «σχέση». Η Αλεξία με τον τρόπο της διεκδίκησε παραπάνω πράγματα, όπως sleepovers και να γνωρίσει τους φίλους του. Και κάπου εκεί, ο Βασιλάκης ένιωσε ότι πνίγεται. Της είπε ότι δεν μπορεί να της δώσει αυτά που ζητάει και έχασε την αγαπημένη του καβλάντα, ενώ η Αλεξία θα έμεινε απορημένη να αναρωτιέται τι στράβωσε και να κλαίει στον καναπέ μου.
Και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τελικά η πραγματικότητα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Ο τρόπος που ο καθένας βλέπει κι ερμηνεύει τον κόσμο γύρω του ποικίλει. Το θέμα είναι να έχει το σθένος της άποψής του και την ειλικρίνεια να εκφράζει το δικό του κόσμο. Πόσο πιο εύκολη θα ήταν η ζωή μας αν όλοι λειτουργούσαμε έτσι;
Αν προσπαθήσουμε λίγο να ξεπεράσουμε φόβους κι ανασφάλειες που μας κρατάνε εγκλωβισμένους σε αδιέξοδες σχέσεις , πού ξέρετε; Μπορεί να σταθούμε τυχεροί και κάποια μέρα να βρούμε κάποιον με τον οποίο να μπορούμε να μοιραστούμε την ίδια πραγματικότητα.
Μια δοκιμή θα σας πείσει.
Τολμήστε το.
Leave A Comment